- παναμείλιχον
- παναμείλιχοςallunmercifulmasc/fem acc sgπαναμείλιχοςallunmercifulneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παναμείλιχος — παναμείλιχος, ον (Α) τελείως ανελεήμων, τελείως άσπλαχνος («παναμείλιχον ἦτορ», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ἀμείλιχος «αμείλικτος»] … Dictionary of Greek